- ἀκορέστους
- ἀκόρεστοςinsatiatemasc/fem acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αλογονίδια — Ονομασία των ενώσεων των αλογόνων με άλλα στοιχεία· οργανικές χημικές ενώσεις του τύπου RXn, όπου R οργανική ρίζα ακόρεστη ή κορεσμένη, απλή ή σύνθετη, Χ το αλογόνο και n ο ακέραιος αριθμός. Τα α. ανάλογα με το είδος της ρίζας διακρίνονται σε… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
κετένες — οι χημ. ομόλογη σειρά ακόρεστων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ketene < ket τού ketone «κετόνη» βλ. λ. + κατάλ. ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες] … Dictionary of Greek
κετένιο — το χημ. οργανική ένωση, άκυκλος ακόρεστος με έναν διπλό δεσμό υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cetene < cet που έμμεσα ανάγεται στο αρχ. ελλ. κῆτος, + ene, που στη χημική ορολογία δηλώνει τους ακόρεστους υδρογονάνθρακες] … Dictionary of Greek
άκυκλοι υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων (CxHy) που στο μόριό τους περιέχουν ανοιχτές αλυσίδες ατόμων άνθρακα με διπλούς ή τριπλούς δεσμούς. Ο αριθμός των ατόμων του υδρογόνου στο μόριο (y) δίνεται από τη συνάρτηση y = 2Χ + 2 – 2z – 4ω,… … Dictionary of Greek
γήινα αέρια — Στη γεωλογία, τα γ.α. αποτελούν φυσική έκλυση εύφλεκτων αερίων, που συνίστανται από κεκορεσμένους και ακόρεστους υδρογονάνθρακες. Εμφανίζονται σε μαργαϊκά και αργιλικά εδάφη, σε βάθος και υπό πίεση και οφείλονται σε υπόγεια κυκλοφορία νερού.… … Dictionary of Greek
πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… … Dictionary of Greek